Login form

Αναζήτηση

Ημερολόγιο

«  May 2024  »
SuMoTuWeThFrSa
   1234
567891011
12131415161718
19202122232425
262728293031

Ώρα

Our poll

Πείτε μας την γνώμη σας για την σελίδα μας
Total of answers: 95

Καιρός

Statistics


Total online: 1
Guests: 1
Users: 0
Sunday, 19.May.2024, 01:51
Welcome Guest
Main | Registration | Login | RSS

Μ.Ε.Σ.Λ.Ε.

Ντοπιολαλιά

Απο το Α-Ω

Α
αμπώχνου:
σπρώχνω, αρκουδιάις: μεγαλόσωμος, αστρέχα : λούκι, αντράλα: ζάλη, απ'τα φόντς: απο τότε, αβλαγάς: μικρό χωράφι, αουπέρα: απέναντι, αγρικουμπάνι: άγρια σφήκα, αρίτσιους: σκαντζόχοιρος, αστόχσα: ξέχασα, αφκριάζουμι: ακούω, αποίκασα: δεν έβγαλα μιλία, ανιμασούρι: σωρός απο χιόνι, αγκαστρουμένη: έγκυος, αλίχουδους: αχόρταγος, αντιργιούμι: ντρέπομαι, αμπλάζου: συναντώ τυχαία, αλθουσιαριά: σωρός απο πέτρες, άστι: πάμε, ασκισιάρκου: σιχαμένο, απόλυψη: αδιαθεσία,  
Β
βρακόνουμι: ντύνομαι, βρουντάϊ: εκκωφαντικός ήχος, βρίζα: βρώμη, βιρβιρίτσα: κάτι γρήγορο, βιλέντζα: χοντρό σκέπασμα, βατσινιά: άγρια μουριά, βαΐζου: γέρνω
Γ
γραπατσώθκα: αρπάχτηκα, γκούστιαρας-γκουστιαρίτσα: σαύρα, γκούβρος: κακιασμένος, γκλακάτσα: το ήπια-έφαγα γρήγορα, γκιζέρι: η βόλτα, γκόρμπιτας: ο γύφτος, γκουτσιούνι: γουρούνι, γκαμπράνι: μικρό σκεύος, γκαντρανάρι: τσίγκινο σκουπίδι, γκάγκντζο: άγριο φρούτο, γκόλιαβους: γυμνός, γκλαβανή: καταπακτή, γκισέμι: τράγος που πάει πρώτος, γκιθώνας: αγαθός, γκαλιουρίζου: κοιτώ επίμονα, γκανταλώ: γαργαλώ, γκαχιλώνα: χελώνα, γκιούμι: δοχείο, γιουμώζου: γεμίζω, γυφτουμαθμένου: κακομαθημένο, γριντιά: μεγάλος κορμός δέντρου(στήριζε πατώματα και σκεπές), γκουντρουγκίλι: καλάμι με αυτοσχέδιο τιμόνι και ρόδες, γροικώ: αντιλαμβάνομαι, γκαζόλαμπα: λάμπα πετρελαίου, γκτζιούπι: μεγάλο στρόγγυλο ξύλο, γριντόνουμι: ξαπλώνω-πέφτω, γρένου τα μαλλιά: προετοιμασία για τη φλοκάτη, γκρέμουρας: γκρεμός, γκαμπαρντίζου: δείχνομαι, γκιζιρώ: κάνω βόλτα, γκριούσκλας: λαιμός, γκουμπζιαλώ: ενοχλώ, γκουρλώθκα: πνίχτηκα-στραβοκατάπια,
Δ
δραγκόθκα: πιάστηκα απο το κρύο, δερμάτι: ασκός, 
Ε
έγιανα: γιατρεύτηκα, ειπειτόρια: πρίν, ειρησεύουμι: ζηλεύω με κακία 
Ζ
ζίβατο: σβήστο, ζλάπι: άγριο ζώο(λύκος), ζαγάρι: σκύλος, ζβαγκάνατου: ρίξτο, ζικλιάρης: αυτός που παρακαλάει, ζαρβόντζα: εξώπορτα, ζιουρζιόβιλας: ενοχλητικός, ζαμπανάρι: μεγάλο ξύλο, ζμάρ': ζυμάρι, ζγώνω σμά: πλησιάζω κοντά, ζά(μ)πουρας: πολύ ζέστη, ζμώνου: ζυμώνω, ζβαρνίζω: σέρνω, ζούζουλου: έντομο, ζιούλτσι: ζάλισε, ζγκρουβάλι: μικρό κομμάτι, ζβόλι ή ζντρουβόλι: χώμα που πέτρωσε, ζιρβός: ο αριστερός,   
Η 

ηλιουκάϊκα: έχω καεί απο τον ήλιο, ηλιαπέθησκνα: θα πέθαινα,
Θ 

θαραπαύκα:
ευχαριστήθηκα, θριφτάρι: καλοφαγομένος,
Ι
ιλιάτσι:
γιατρικό, ίζμπα: γωνιά,
Κ
καζακλάρι: ίσιο ξύλο, κουρνιαχτός: σκόνη, κόκκουτας: ο κόκκορας, κουκουτίλι: το λειρί, κούτκας: ο σβέρκος, κουμάσι: μικρή καλύβα, καρδάρι: δοχείο για το γάλα, κιπρί: κουδούνι για τα ζώα, καπρί: αρσενικό γουρούνι, κουτέλι: κομμάτι, κουκόσια: το καρύδι, κόχη: μέση, καψαλίσκα: κάϊκα λίγο, καπίστρι: γκέμια, κινταβρώθκα: έπεσα, κτάβι ή χτάβι: κουτάβι, κλώθου: γυρίζω, καμινιάζου: σημαδεύω, κουλουφουτιά: πυγολαμπίδα, καθόρι: δυνατή βροχή, κάνιμ: τουλάχιστον, κουρκουτιάσκα: ζαλίστηκα, κριάκουρου: μεγάλη πέτρα, καντίπουτα: τίποτα, κουλουκουρνώ: κουρεύω τα πρόβατα, κουφουτίλι: καπάκι, κασταλαΐ: νερό χώμα και στάχτη (αλυσοίβα), κανίσκι: προσήφερα στη λεχώνα, κατούνια: εξοπλισμός βοσκού,
Λ   

λιμουχνάϊ: χιόνι με αέρα, λιλίτσια: μικρά κομμάτια πάγου, λάσκα: χαλαρά, λουλουιάσκα: αφαιρέθηκα, λαφρουκάνταρου: χαζός, λίθρους: μείγμα απο αίμα,ιδρώτα και χώμα, λουμούρα: μπέρδεμα, λουζιασμένου: αναμαλλιασμένο, λουτσιάρα: λιωμένο χιόνι, λακασάς: μεγάλος χάλκινος κουβάς, λάπατα: άγρια χόρτα, λούνι: θολωμένο νερό  
Μ  
μασλάτι: κουβέντα, μουρκάλα: περίοδος αναπαραγωγής προβάτων, μασία: εργαλείο για τα κάρβουνα, μπλάρ': το μουλάρι, μουτσιαλώ: μασάω, μπόχα: άσχημη μυρωδιά, μπρουζιαλίσκα: καίγομαι λίγο, μπουμπουνάϊ: βροντάει, μπουμπότσα: γέμισα με νερό, μπουχάρι: καμινάδα, μπριάσκα: μεγάλος βάτραχος, μπάκακας: βάτραχος, μπιζέρσα: βαρέθηκα, μπαταλιάρκους: νευρικός, μσούρα: σκεύος, μιζιλίσι: παρέα γυναικών, μισάλι: πετσέτα φαγητού, *μπουσλίκα: το κάλυμα του πόπουρδα, μπαζάκιασα: ήπια πολύ νερό, μπουρμπουνάρι: σκαθάρι, μουμουτεύω: χαϊδεύω, μουστιερής: κουτσομπόλης, μαλέτο: χοντρό παλτό μάλλινο, μούγκι: μόνο, μάκου ή μπάμπου: γιαγιά, μπγιάδι: πηγάδι, μπουχάρι: καμινάδα, μπουχνίζου: μιλάω απαξιωτικά για κάποιον, μόλιουμα: μικρόσωμος, μουζαβιρλίκι: βάζω λόγια, ματσούκι: ίσιο ξύλο, μαραφέτι: πράγμα, μπαΐλτσα: αγανάκτησα, μπουρμπουλώθκα: ντύθηκα βαριά, μπιζιρνώ: βαριέμαι, μπιζέρσαμι,άστι να γκιζιρίσουμι: βαρεθήκαμε,πάμε καμία βόλτα, μπλούντα: κάμπια, μπουλντούκα: γούρνα με νερό, μπραγατσούλι: χάλκινος κουβάς, μαντζάτου: υπόγειο, μπιλντζίκια: κοσμήματα, μόλτσα: σκόρος, μαρτάρα: μανιτάρι, μαυροχαχάλιασα: μαύρισα, μι ήρθι άπκα ή μι ήρθι μαυρή: ένοιωσα άσχημα, μπούζμπουρους ή μπούρμπουλους: ανακατωσούρα, μα τουν τραφ(ου)μό ήλια γιένει: πολυ δυνατό πέσιμο, μπατανία: μάλλινο σκέπασμα φτιαγμένο στον αργαλειό, μαλτσάβιασει ή μπαλντζάβιασει: όταν το ρούχο κάνει κόμπους,
Ν
ντιβουρλίγκα: τρέχω γρήγορα, νιρουκάϊκα: δίψασα, νταβάς: κατσαρόλα, ντβάρι: ντουβάρι, ντουκάνι: γεωργικό εργαλείο, ντιρλίκουσα: έφαγα πολύ, νταβίζου: ζητώ επίμονα, να 'θημά: ανάθεμα, νιραγόϊ: λούκι, νιρουφαϊά: διαβρωμένο έδαφος απο το νερό, νογώ: έχω κατά νού, νταλντώ: πηγαίνω με φόρα
Ξ
ξηρουπαϊά: πολύ κρύο, ξιμίτσα: βγήκα απο κάπου, ξιαρνώ: καθαρίζω, ξιμπλητσώθκα: έφαγα πολύ-ξεγυμνώθηκα, ξισαγουλιάσκα: χασμουριέμαι-γελάω έντονα, ξιόχτι: αποθήκη, ξηκλαρνώ: κόβω τα κλαδία, ξιπατώθκα: κουράστηκα πολύ, ξιμπουσιανέβουμι: αφήνομαι-ενεργώ ελεύθερα, 
Ο
ουρλιούμι: ουρλιάζω, ουντώ: προσπαθώ για κάτι, ουπχάτ: απο κάτω, ουρατώ: κουράστηκα-με χίλια ζόρια, ουτζιάκι: τζάκι,
Π
προυτσιάλα:
περίοδο αναπαραγωγής για τις κατσίκες, πληβρητώθκα: κρύωσα, πλιατσιαρνώ: πετάω νερό, πλί: το πουλί, παταγώθκα: ταράχτηκα, *πόπουρδας:φυτό με φαρμακευτικές ιδιότητες, πατσιαούρι: παλιό πανί, πουτί: γιατί, πνακουτό: ξύλινο καλούπι για το ψωμί, παγάλια: περίμενε, παλαμαριά: αγροτικό εργαλείο, πικουλεύου: περιποιούμαι μωρό, παταριά: σφαλιάρα, παντίκλα: δαντέλα, πλόχειρο: παλάμη, πθαμή: η πυθαμή, πλιακουτώ: ανακατεύω κάτι υγρό,
Ρ
ρουβόλτσα: πέρασα, ρούγα: άκρη-γωνία, ριμπούρι: ξαφνική βροχή
Σ
σιαπέρα: προς τα πέρα, σιαπάν: προς τα πάνω, σιακάτ: προς τα κάτω, σιαδώθι: προς τα εδώ, στλιάρι': στιλιάρι, συγκαθώ: κουνιέμαι, σαλιάρι: σαλιγκάρι, σκλίκι': σκουλίκι, σταλνώ: ξεκουράζομαι στον ίσκιο, σκαλνώ: σκαλίζω, σάϊσμα: χοντρή κουβέρτα, στραγγστάρ': στραγγιστό, σκατζαλίθρα: σπίθα, σιβαίνου: ανεβαίνω, σκαφίδι: μικρή σκάφη, σίστρηγους: φασαρία-σαματάς, σφουγγίζου: καθαρίζω-σκουπίζω, σιλαρώνου: συμμαζεύω, σουλλότα: ψιλή βροχή, σουλουτιμένου: αφηρημένο, σκιτζεύου: βασανίζω,
σιουντριαβάκου: ψιλό χιόνι, σουπούλι: αυτοσχέδιο πώμα, σιμπώ: σκαλίζω τη φωτιά, σουντώ: ορμάω, σφουντίλι: το βαρύδιο απο το αδράχτι, σέκους: ακίνητος και αμίλητος, σιούπα: χτύπημα χωρίς μελανία, σουκόρφι: η εσωτερική τσέπη του σακακιού, στα τσέγκια: οριακά,
Τ
τσιάγαλου: αμύγδαλο, τσιουνάκια: τα σκεύη της κουζίνας, τσιουρίζου: φωνάζω, τσάπουρνου: άγριο μούρο, τραΐ: τράγος, τσιρέπια: μάλλινη κάλτσα, τζιατζιαρούτα ή τσιαμάλλου: φωτιά, τσιόνι: σπίνος, τζιουντάνι: πορτοφόλι, τσκάρι: κορυφή, ταγάρι: παλτό, τρουβάς: σακίδιο βοσκού, τσιατμάς: διαχωριστικό, τσιάτσιαρας: εργαλείο για τον φούρνο, τσάκνου: ξερό πουρνάρι, τζιουτζιουβές: μπρίκι, τράφους να γιέντζ: κατάρα ή απαξίωση, τραφώθκα: έπεσα, τσιούτσιουνου: μικρό, τρόϊρα: τριγύρω, τσαντίλα: ύφασμα για στράγγισμα του τυριού, τραπέτσι: ξινό, τσ' αφιλιάς: της προκοπής, τσουτσούνας: φοβιτσιάρης, τσουρτσουλώθκα: φτιάχτηκα όμορφα, τζιρτζέλαβους: ατημέλητος, τσιμπλί: ράμφος-μύτη, τζαμνώ: διαφωνώ, τσιρνιάζου: οξύς πόνος, ταχιά: αύριο, τσιπότι: μικρό εξόγκωμα, τυροφάϊ: δερμάτι για τυρί, τσιακατάλι: πόμολο, τζιάκς: νεαρός, τσιτσιρουμάλλιασα: μου σηκώθηκε η τρίχα απο το κρύο, τσιβούρα: οξύ κρύο,
Υ
Φ
φκιάνω: κάνω, φκέλι: γεωργικό εργαλείο, φουρλέτσικας: κτηνοτροφικό εργαλείο, φουρνόφκιαρου: φτυάρι του φούρνου, φουκάλι: σκούπα απο ξερά χόρτα, φρατζουφέρου: χαζεύω, φουργκάλιασει: πήρε φωτιά, φλόμουρα: βάζω λόγια, φουλτάκιασει: με καίει, φραγκόφκιαρου: φτυάρι φούρνου, φουρκή: η απόσταση μεταξύ δείκτη και αντίχειρα, φσέκι: τουφέκι,
Χ
χλίαρι: κουτάλι, χλιάρας: αγαθός, χουχλάκα: μεγάλη πέτρα, χουχουϊάβα: κουκουβάγια, χουρχούβαλους: ο χήρος άντρας, χαΐρι: στεριώνω, χουντρουκουπανίσκα: χτύπησα άσχημα,
Ψ
Ω 

ωχταλιούμι: αναστενάζω βαριά,